- οἰωνοσκόπου
- οἰωνόσκοποςaugurmasc gen sgοἰωνοσκόποςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιωνιστικός — οἰωνιστικός, ή, όν (Α) [οιωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οιωνό («ὁ πταρμὸς σημεῑον οἰωνιστικόν», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνιστική η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η οιωνοσκοπία … Dictionary of Greek
οιωνοσκοπητικός — οἰωνοσκοπητικός, ή, όν (Α) [οιωνοσκοπώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οιωνοσκόπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνοσκοπητική η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η παρατήρηση τών οιωνών για την πρόβλεψη τού μέλλοντος … Dictionary of Greek
οιωνοσκοπικός — οἰωνοσκοπικός, ή, όν (Α) [οιωνοσκόπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οιωνοσκοπία και στον οιωνοσκόπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνοσκοπική η τέχνη τού οιωνοσκόπου, η οιωνοσκοπία … Dictionary of Greek